σπόδειος

σπόδειος
-ον, Α
βλ. σπόδιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπόδιος — ία, ον, και σπόδειος, ον, Α [σποδός] 1. αυτός που έχει το χρώμα τής σποδού, τής στάχτης, τεφρός, σταχτής (α. «σπόδιον χρῶμα», Αριστοτ. β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.) 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («βωμός ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”